- ανθάπτομαι
- ἀνθάπτομαι (Α)1. επιτίθεμαι και εγώ, αντεπιτίθεμαι2. αναλαμβάνω, επιχειρώ κάτι3. συγκρούομαι, μπαίνω σε πόλεμο4. καταφέρνω κάτι, κατορθώνω, φτάνω κάπου5. (για λύπη, αρρώστια κλ.π.), προσβάλλω, κτυπώ, προξενώ πόνο6. μέμφομαι, κατηγορώ.
Dictionary of Greek. 2013.